ἀναπτοέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(big3_4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23<br /><b class="num">1</b> [[asustar]] ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι; Mosch.l.c., θῆρας Opp.<i>C</i>.1.107, γυναῖκας Nonn.<i>D</i>.26.331.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[excitarse]], [[asustarse]] προφανέντος [[ἐξαίφνης]] κάπρου Plu.<i>Pel</i>.16, cf. 2.261a, Nonn.<i>D</i>.31.192<br /><b class="num">•</b>[[conmmoverse]] Musae.168.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23<br /><b class="num">1</b> [[asustar]] ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι; Mosch.l.c., θῆρας Opp.<i>C</i>.1.107, γυναῖκας Nonn.<i>D</i>.26.331.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[excitarse]], [[asustarse]] προφανέντος [[ἐξαίφνης]] κάπρου Plu.<i>Pel</i>.16, cf. 2.261a, Nonn.<i>D</i>.31.192<br /><b class="num">•</b>[[conmmoverse]] Musae.168.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπτοέω:''' ποιητ. -[[πτοιέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατατρομάζω]], [[τρομάζω]] υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπτοέω Medium diacritics: ἀναπτοέω Low diacritics: αναπτοέω Capitals: ΑΝΑΠΤΟΕΩ
Transliteration A: anaptoéō Transliteration B: anaptoeō Transliteration C: anaptoeo Beta Code: a)naptoe/w

English (LSJ)

poet. ἀνα-πτοιέω,

   A scare exceedingly, Mosch.2.23, Opp.C. 1.107, etc.:—Pass., to be scared, Plu. Pel.16; to be in great excitement, Id.2.261a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, τρομάζω, Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι».

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
frapper d’étonnement.
Étymologie: ἀνά, πτοέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23
1 asustar ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι; Mosch.l.c., θῆρας Opp.C.1.107, γυναῖκας Nonn.D.26.331.
2 en v. med.-pas. excitarse, asustarse προφανέντος ἐξαίφνης κάπρου Plu.Pel.16, cf. 2.261a, Nonn.D.31.192
conmmoverse Musae.168.

Greek Monotonic

ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, μέλ. -ήσω, κατατρομάζω, τρομάζω υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ.