ἀπαί: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπαὶ <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />από.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ποιητ. τ. [[απαί]] σχηματίστηκε από το <i>από</i> αναλογικά [[προς]] το [[υπαί]]: <i>υπό</i>].
|mltxt=ἀπαὶ <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />από.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ποιητ. τ. [[απαί]] σχηματίστηκε από το <i>από</i> αναλογικά [[προς]] το [[υπαί]]: <i>υπό</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαί:''' ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαί Medium diacritics: ἀπαί Low diacritics: απαί Capitals: ΑΠΑΙ
Transliteration A: apaí Transliteration B: apai Transliteration C: apai Beta Code: a)pai/

English (LSJ)

   A = ἀπό, Emp.134, D.P.51. ἀπαιάζει, corrupt in Hsch.

German (Pape)

[Seite 274] p. = ἀπό, v. l. bei Hom. Iliad. 11, 664 Hes. Sc. 409. 437; Sp. D., wie Theocr. 22, 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαί: ποιητ. ἀντὶ ἀπό, ὡς τὰ διαί, παραί, ὑπαί, Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409, δ. γρ. ἐν Ἰλ. Λ. 664.

Spanish (DGE)

v. ἀπό.

Greek Monolingual

ἀπαὶ (ποιητ.) (Α)
από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ποιητ. τ. απαί σχηματίστηκε από το από αναλογικά προς το υπαί: υπό].

Greek Monotonic

ἀπαί: ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ.