δυσμήτηρ: Difference between revisions

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμήτηρ]], η (Α)<br />κακή, δύστυχη [[μητέρα]].
|mltxt=[[δυσμήτηρ]], η (Α)<br />κακή, δύστυχη [[μητέρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμήτηρ:''' -ερος, ἡ, σκληρή, άστοργη [[μητέρα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήτηρ Medium diacritics: δυσμήτηρ Low diacritics: δυσμήτηρ Capitals: ΔΥΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: dysmḗtēr Transliteration B: dysmētēr Transliteration C: dysmitir Beta Code: dusmh/thr

English (LSJ)

ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother

   A yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn.D.46.194.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.

French (Bailly abrégé)

ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.

Spanish (DGE)

-ερος, ἡ
1 mala madre, madre cruel μῆτερ ἐμή, δύσμητερ Od.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.D.46.194, cf. AP 11.298.
2 madre desdichada ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.

Greek Monolingual

δυσμήτηρ, η (Α)
κακή, δύστυχη μητέρα.

Greek Monotonic

δυσμήτηρ: -ερος, ἡ, σκληρή, άστοργη μητέρα, σε Ομήρ. Οδ.