θάσσων: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάσσων]], νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)<br />(συγκρ. του [[ταχύς]]) [[ταχύτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
|mltxt=[[θάσσων]], νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)<br />(συγκρ. του [[ταχύς]]) [[ταχύτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάσσων:''' Αττ. [[θάττων]], συγκρ. του [[ταχύς]], [[ταχύτερος]], γρηγορότερος· ουδ. [[θᾶσσον]] ως επίρρ., περισσότερο [[γρήγορα]], πιο [[γρήγορα]].
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσων Medium diacritics: θάσσων Low diacritics: θάσσων Capitals: ΘΑΣΣΩΝ
Transliteration A: thássōn Transliteration B: thassōn Transliteration C: thasson Beta Code: qa/sswn

English (LSJ)

Att. θάττων,

   A v. ταχύς. θάτας· θῆτας (θύτας cod.), τοὺς δούλους (Cypr.), Hsch. θατέρᾳ, θάτερον, v. ἕτερος.

German (Pape)

[Seite 1188] att. θάττων, ον, comparat. von ταχύς, sch neller, Hom. u. Folgde. S. ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσων: Ἀττ. θάττων, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ταχύς.

English (Autenrieth)

see ταχύς.

Greek Monolingual

θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)
(συγκρ. του ταχύς) ταχύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θάσσων: Αττ. θάττων, συγκρ. του ταχύς, ταχύτερος, γρηγορότερος· ουδ. θᾶσσον ως επίρρ., περισσότερο γρήγορα, πιο γρήγορα.