εἰσαείρομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσαείρομαι]] (Α)<br />[[εισδέχομαι]].
|mltxt=[[εἰσαείρομαι]] (Α)<br />[[εισδέχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσαείρομαι:''' Μέσ., [[δέχομαι]] μέσα, [[παραδέχομαι]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰείρομαι Medium diacritics: εἰσαείρομαι Low diacritics: εισαείρομαι Capitals: ΕΙΣΑΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: eisaeíromai Transliteration B: eisaeiromai Transliteration C: eisaeiromai Beta Code: ei)saei/romai

English (LSJ)

Med.,

   A take to oneself, Διωνύσου δῶρ' ἐσαειράμενος Thgn. 976 codd.

German (Pape)

[Seite 740] zu sich nehmen, Theogn. 976.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαείρομαι: μέσ., εἰσδέχομαι, Θέογν. 976.

Greek Monolingual

εἰσαείρομαι (Α)
εισδέχομαι.

Greek Monotonic

εἰσαείρομαι: Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.