εἰσαείρομαι
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
Med., take to oneself, Διωνύσου δῶρ' ἐσαειράμενος Thgn. 976 codd.
German (Pape)
[Seite 740] zu sich nehmen, Theogn. 976.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαείρομαι: μέσ., εἰσδέχομαι, Θέογν. 976.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσαείρομαι: Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.