πεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πέμπω]].
|btext=ος, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πέμπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[πέμπω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πεμπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτέος Medium diacritics: πεμπτέος Low diacritics: πεμπτέος Capitals: ΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: pemptéos Transliteration B: pempteos Transliteration C: pempteos Beta Code: pempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent, Luc.Phal.1.11.    II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.

Greek Monotonic

πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.