σμιλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(38)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-[[σμιλεύω]], <i>δια</i>-[[σμιλεύω]])].
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-[[σμιλεύω]], <i>δια</i>-[[σμιλεύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].

Greek Monotonic

σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.