ἐοικότως: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att.</i> [[εἰκότως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> semblablement à, τινι;<br /><b>2</b> vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἔοικα]]. | |btext=<i>att.</i> [[εἰκότως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> semblablement à, τινι;<br /><b>2</b> vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἔοικα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐοικότως:''' Αττ. [[εἰκότως]], Ιων. [[οἰκότως]],<br /><b class="num">1.</b> επίρρ. της μτχ. [[ἐοικώς]], ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λογικά, [[δικαίως]], [[φυσικά]], φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· <i>οὐκεἰκότως</i>, αδίκως, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. εἰκότως, Ion. οἰκότως, Adv. of part. ἐοικώς,
A similarly, like, τινί A.Ag.915. 2 reasonably, fairly, naturally, as was to be expected, Hdt.2.25, A.Supp.403 (lyr.); οὐκ εἰ. unfairly, Th.1.37; freq. emphat. at the close of a sentence or clause, ib.77,2.93, Isoc. 1.48, etc.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐοικότως: Ἀττ. εἰκότως, Ἰων. οἰκότως, Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, ἀναλόγως, ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) εἰκότως, δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, πρεπόντως, Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ εἰκότως Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ.
French (Bailly abrégé)
att. εἰκότως;
adv.
1 semblablement à, τινι;
2 vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; οὐκ εἰκότως THC sans raison.
Étymologie: ἔοικα.
Greek Monotonic
ἐοικότως: Αττ. εἰκότως, Ιων. οἰκότως,
1. επίρρ. της μτχ. ἐοικώς, ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.
2. λογικά, δικαίως, φυσικά, φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· οὐκεἰκότως, αδίκως, σε Θουκ.