εὐξύμβλητος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αττ. τ., <b>βλ.</b> [[ευσύμβλητος]]. | |mltxt=[[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αττ. τ., <b>βλ.</b> [[ευσύμβλητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐξύμβλητος:''' εὐ-ξύμβολος, εὐ-ξύνετος, Αττ. αντί <i>εὐ-σύμβλητος</i> κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.
German (Pape)
[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὐσύμβλητος.
Greek Monolingual
εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος.
Greek Monotonic
εὐξύμβλητος: εὐ-ξύμβολος, εὐ-ξύνετος, Αττ. αντί εὐ-σύμβλητος κ.λπ.