εὐξύμβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αττ. τ., <b>βλ.</b> [[ευσύμβλητος]].
|mltxt=[[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αττ. τ., <b>βλ.</b> [[ευσύμβλητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐξύμβλητος:''' εὐ-ξύμβολος, εὐ-ξύνετος, Αττ. αντί <i>εὐ-σύμβλητος</i> κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐξύμβλητος Medium diacritics: εὐξύμβλητος Low diacritics: ευξύμβλητος Capitals: ΕΥΞΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euxýmblētos Transliteration B: euxymblētos Transliteration C: efksymvlitos Beta Code: eu)cu/mblhtos

English (LSJ)

εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.

German (Pape)

[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.

French (Bailly abrégé)

att. c. εὐσύμβλητος.

Greek Monolingual

εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος.

Greek Monotonic

εὐξύμβλητος: εὐ-ξύμβολος, εὐ-ξύνετος, Αττ. αντί εὐ-σύμβλητος κ.λπ.