ὁμηγυρίζομαι: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμηγυρίζομαι]] (Α) [[ομήγυρις]]<br />[[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], [[συγκεντρώνω]] («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ὁμηγυρίζομαι]] (Α) [[ομήγυρις]]<br />[[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], [[συγκεντρώνω]] («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμηγῠρίζομαι:''' απαρ. αορ. αʹ <i>ὁμηγυρίσασθαι</i>, αποθ., [[συναθροίζω]], [[συγκαλώ]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.
French (Bailly abrégé)
convoquer une assemblée, rassembler.
Étymologie: ὁμήγυρις.
English (Autenrieth)
aor. inf. ὁμηγυρίσασθαι: assemble, convoke, Od. 16.376†.
Greek Monolingual
ὁμηγυρίζομαι (Α) ομήγυρις
συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ὁμηγῠρίζομαι: απαρ. αορ. αʹ ὁμηγυρίσασθαι, αποθ., συναθροίζω, συγκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.