δυσβίοτος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσβίοτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
|mltxt=[[δυσβίοτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσβίοτος:''' -ον, αυτός που καθιστά τη [[ζωή]] άθλια, αξιοθρήνητη, [[πενίη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:19, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσβίοτος Medium diacritics: δυσβίοτος Low diacritics: δυσβίοτος Capitals: ΔΥΣΒΙΟΤΟΣ
Transliteration A: dysbíotos Transliteration B: dysbiotos Transliteration C: dysviotos Beta Code: dusbi/otos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A making life wretched, πενίη AP7.648 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 677] elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).

Greek (Liddell-Scott)

δυσβίοτος: -ον, (βίοτος) ὁ καθιστῶν τὸν βίον δυστυχῆ, πενίη Ἀνθ. Π. 7. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est pénible.
Étymologie: δυσ-, βίοτος.

Spanish (DGE)

-ον
que hace la vida penosa, que amarga la vida Alc.130(b)1 (dud.), πενίη AP 7.648 (Leon.).

Greek Monolingual

δυσβίοτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.

Greek Monotonic

δυσβίοτος: -ον, αυτός που καθιστά τη ζωή άθλια, αξιοθρήνητη, πενίη, σε Ανθ.