ἔμβη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(big3_14b)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐμβαίνω]].
|dgtxt=v. [[ἐμβαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβη:''' Επικ. αντί <i>ἐνέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[ἐμβαίνω]]· [[ἔμβητον]], γʹ δυϊκ.· [[ἐμβήῃ]] αντί <i>ἐμβῇ</i>, γʹ ενικ. υποτ.
}}
}}

Revision as of 19:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβη Medium diacritics: ἔμβη Low diacritics: έμβη Capitals: ΕΜΒΗ
Transliteration A: émbē Transliteration B: embē Transliteration C: emvi Beta Code: e)/mbh

English (LSJ)

ἔμβητον, ἐμβήῃ,

   A v. ἐμβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβη: ἔμβητον, ἐμβήῃ, ἴδε ἐμβαίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ind. épq. ao.2 de ἐμβαίνω.

English (Autenrieth)

see ἐμβαίνω.

Spanish (DGE)

v. ἐμβαίνω.

Greek Monotonic

ἔμβη: Επικ. αντί ἐνέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω· ἔμβητον, γʹ δυϊκ.· ἐμβήῃ αντί ἐμβῇ, γʹ ενικ. υποτ.