καταισχυντήρ: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταισχυντήρ]], ὁ (Α) [[καταισχύνω]]<br />αυτός που βρίζει, που ατιμάζει. | |mltxt=[[καταισχυντήρ]], ὁ (Α) [[καταισχύνω]]<br />αυτός που βρίζει, που ατιμάζει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταισχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.
German (Pape)
[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.
Greek (Liddell-Scott)
καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.
Greek Monolingual
καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.
Greek Monotonic
καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.