ταρίχιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[τάριχος]]<br />υποκορ. του [[τάριχος]]. | |mltxt=τὸ, ΜΑ [[τάριχος]]<br />υποκορ. του [[τάριχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰρίχιον:''' τό, υποκορ. του [[τάριχος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of τάριχος, Ar.Pax563 (troch.), Cephisod.8, Sor.2.15, Sammelb.4425 iii 25 (ii A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1071] τό, dim. von τάριχος; Ar. Pax 555; bei Her. 2, 15 als v. l.; Pherecrat. u. Cephisodor. bei Ath. III, 119 c.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρίχιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ τάριχος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 563· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 119C κἑξ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ τάριχος
υποκορ. του τάριχος.
Greek Monotonic
τᾰρίχιον: τό, υποκορ. του τάριχος, σε Αριστοφ.