σφενδονητικός: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(40) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σφενδονήτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφενδονητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του χειρισμού της σφενδόνης. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[σφενδονήτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφενδονητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του χειρισμού της σφενδόνης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφενδονητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις βολές με [[σφεντόνα]], στην εκσφενδόνιση· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] του χειρισμού της σφεντόνας, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for slinging, εὐστοχία Sch.Lyc.633: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of slinging, Pl.La.193b.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, εὐστοχία Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σφενδονήτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη του χειρισμού της σφενδόνης.
Greek Monotonic
σφενδονητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις βολές με σφεντόνα, στην εκσφενδόνιση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική του χειρισμού της σφεντόνας, σε Πλάτ.