πρώσας: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>contr. p.</i> προώσας, <i>part. ao. de</i> [[προωθέω]]. | |btext=<i>contr. p.</i> προώσας, <i>part. ao. de</i> [[προωθέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρώσας:''' συνηρ. από το <i>προώσας</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[προωθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
πρῶσον, πρῶσις,
German (Pape)
[Seite 804] zsgzgn für προῶσαι u. προώσας. S. προωθέω.
Greek (Liddell-Scott)
πρώσας: πρῶσον, πρῶσις, ἴδε ἐν λ. προωθέω, πρόωσις.
French (Bailly abrégé)
contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.
Greek Monotonic
πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.