λυκέη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυκέη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυκή]]. | |mltxt=[[λυκέη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυκή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῠκέη:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λύκου, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ,
A wolf's-skin, Il.10.459, Hsch.:—contr. λυκῆ App.Hisp.48, Poll.5.16.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκέη: (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459˙ συνῃρ. λυκῆ, Ἀππ. Ἰβηρ. 48˙ περικεφαλαία ἐξ αὐτοῦ, Πολυδ. Ε΄, 16, Ἡσύχ.˙ - πρβλ. κυνέη, κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324.