τευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεύχω]]<br />ο [[ικανός]] να επιτύχει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεύχω]]<br />ο [[ικανός]] να επιτύχει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τευκτικός:''' -ή, -όν ([[τυγχάνω]]), [[ικανός]] να επιτύχει, <i>τινός</i>, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευκτικός Medium diacritics: τευκτικός Low diacritics: τευκτικός Capitals: ΤΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: teuktikós Transliteration B: teuktikos Transliteration C: tefktikos Beta Code: teuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to attain to, ἀγαθοῦ Arist.EN1142b22; τῶν τελῶν Phld.Rh.1.53 S.: Comp. -ώτερος ib.145 S.

German (Pape)

[Seite 1101] gewöhnlich erreichend, erlangend, τινός, Arist. eth. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τευκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐπιτύχῃ, τοῦ ἀγαθοῦ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d’obtenir.
Étymologie: τεύχω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεύχω
ο ικανός να επιτύχει κάτι.

Greek Monotonic

τευκτικός: -ή, -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.