μνῆσαι: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[μιμνήσκω]].
|auten=see [[μιμνήσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνῆσαι:''' απαρ. Ενεργ. αόρ. αʹ, και προστ. Μέσ. αορ. αʹ του [[μιμνήσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 195] μνησαίατο u. ähnliche Formen, s. unter μιμνήσκω.

French (Bailly abrégé)

impér. ao. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.

English (Autenrieth)

see μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μνῆσαι: απαρ. Ενεργ. αόρ. αʹ, και προστ. Μέσ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.