συμπαθία: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπάθεια]]. | |mltxt=και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπάθεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπᾰθία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, ποιητ. αντί [[συμπάθεια]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,= συμπάθεια, Phld.Mort.8, Aret.SA1.8 (v.l.), APl.4.143 (Antip. Thess.), IGRom.4.503.19 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, poet. statt συμπάθεια, Antp. Thess. 31 (Plan. 143).
Greek (Liddell-Scott)
συμπᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ συμπάθεια, Ἀνθ. Πλανούδ. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 19.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπάθεια.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συμπαθίη, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπάθεια.
Greek Monotonic
συμπᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ, ποιητ. αντί συμπάθεια, σε Ανθ.