κατακτάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_23) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακτάς''': κατακτάμενος, ἴδε [[κατακτείνω]]. | |lstext='''κατακτάς''': κατακτάμενος, ἴδε [[κατακτείνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
κατακτάμενος,
A v. κατακτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.
Greek Monotonic
κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.