ὀροτύπος: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀροτύπος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειτύπος]].
|mltxt=[[ὀροτύπος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορειτύπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀροτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το [[βουνό]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροτύπος Medium diacritics: ὀροτύπος Low diacritics: οροτύπος Capitals: ΟΡΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: orotýpos Transliteration B: orotypos Transliteration C: orotypos Beta Code: o)rotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bat le flanc d’une montagne (torrent).
Étymologie: ὄρος, τύπτω.

Greek Monolingual

ὀροτύπος, -ον (Α)
βλ. ορειτύπος.

Greek Monotonic

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.