ἀπολιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολιμπάνω]] (Α) [[λιμπάνω]]<br />[[απολείπω]].
|mltxt=[[ἀπολιμπάνω]] (Α) [[λιμπάνω]]<br />[[απολείπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολιμπάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπολείπω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολιμπάνω Medium diacritics: ἀπολιμπάνω Low diacritics: απολιμπάνω Capitals: ΑΠΟΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: apolimpánō Transliteration B: apolimpanō Transliteration C: apolimpano Beta Code: a)polimpa/nw

English (LSJ)

Aeol. ἀπυ-, collat. form of

   A ἀπολείπω, ἀέκων σ' ἀ. Sapph.Supp.23.5, cf. Luc.Cat.7, Gal.UP4.11, POxy.1426.12 (iv A. D.): -Pass., Plu.Them.10.

German (Pape)

[Seite 312] nur praes. u. impf., ion. = ἀπολείπω, bes. bei Sp., Plut. Them. 10 u. öfter, wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιμπάνω: ἀπολείπω, συχν. παρὰ Λουκ. ὡς ἐν Κατάπλ. 7. κ. ἀλλ.: -Παθ., Πλουτ. Θεμ 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
ἀπολείπω.
Étymologie: ἀπό, λιμπάνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. ἀπυ- Sapph.94.5
I 1dejar, abandonar σ' ἀέκοισ' ἀπυλιμπάνω Sapph.l.c., πολλὰ τῶν οἰκείων Aristox.Harm.55.7, cf. Gal.3.295, τὰς νομάς D.P.Au.1.30, τὴν Θρᾴκην D.P.Au.2.18, τὰ[ς ἄλ] λας κώμας IGBulg.4.2236.81 (Escaptópara III d.C.), τὴν χώραν POxy.1426.12 (IV d.C.).
2 dejar tras sí ἠχώ τινα ... ἴχνη τῶν λόγων ... ἀπολιμπάνουσαν Luc.Im.13, cf. Gall.18, Lyd.Mag.2.1, c. inf. final ἔφορόν σε καὶ ἰατρὸν εἶναι Luc.Cat.7
abs. dejar rastro οὐκ ἀπελίμπανεν ἐκ τῆς τροφῆς αὐτοῦ Sm.Ib.20.21.
3 en v. med. alejarse τῶν ἐκεῖσε PFlor.3.15 (III d.C.).
II gram.
1 tr. perder, quedarse sin λέξιν σημαίνουσάν τι A.D.Adu.203.18.
2 intr. faltar en el v. deponente ἀπολιμπάνουσιν τά τε ἐνεργητικά EM 400.45G.
en v. med. ser defectivo τετραχὼς γὰρ ἀπολιμπάνονται αἱ φωναὶ τῶν ῥημάτων EM 400.51G.

Greek Monolingual

ἀπολιμπάνω (Α) λιμπάνω
απολείπω.

Greek Monotonic

ἀπολιμπάνω: μεταγεν. τύπος του ἀπολείπω, σε Πλούτ., Λουκ.