νωχελία: Difference between revisions
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωχελία]], επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νωχέλεια]]. | |mltxt=[[νωχελία]], επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νωχέλεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νωχελία:''' ἡ, Επικ. -ίη, [[τεμπελιά]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. νωχελίη, ἡ,
A laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65 :—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.
Greek Monolingual
νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.
Greek Monotonic
νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.