ἑπτακαιδεκάπους: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑπτακαιδεκάπους]], -ουν (Α)<br />μήκους [[δεκαεπτά]] ποδών.
|mltxt=[[ἑπτακαιδεκάπους]], -ουν (Α)<br />μήκους [[δεκαεπτά]] ποδών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑπτακαιδεκάπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει [[μήκος]] δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτᾰκαιδεκάπους Medium diacritics: ἑπτακαιδεκάπους Low diacritics: επτακαιδεκάπους Capitals: ΕΠΤΑΚΑΙΔΕΚΑΠΟΥΣ
Transliteration A: heptakaidekápous Transliteration B: heptakaidekapous Transliteration C: eptakaidekapous Beta Code: e(ptakaideka/pous

English (LSJ)

οξ, ἡ, neut. -πουν,

   A seventeen feet long, Pl.Tht.147d.

German (Pape)

[Seite 1012] gen. ποδος, siebenzehnfüßig, siebenzehn Fuß lang, Plat. Theaet. 147 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, 17 ποδῶν μῆκος ἔχων, Πλάτ. Θεαίτ. 147D.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. άποδος
de 17 pieds.
Étymologie: ἑπτακαίδεκα, πούς.

Greek Monolingual

ἑπτακαιδεκάπους, -ουν (Α)
μήκους δεκαεπτά ποδών.

Greek Monotonic

ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει μήκος δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ.