νυστακτής: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυστακτής]], ὁ (Α) [[νυστάζω]]<br />(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]]. | |mltxt=[[νυστακτής]], ὁ (Α) [[νυστάζω]]<br />(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A drowsy, ὕπνος Ar.V. 12, Alciphr.3.46.
Greek (Liddell-Scott)
νυστακτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τινα νὰ κλίνῃ κάτω τὴν κεφαλήν, νυστακτὴς ὕπνος Ἀριστοφ. Σφ. 12, Ἀλκίφρ. 3, 46.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui penche ou fait pencher la tête.
Étymologie: νυστάζω.
Greek Monolingual
νυστακτής, ὁ (Α) νυστάζω
(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω.
Greek Monotonic
νυστακτής: -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα κάτω το κεφάλι του, σε Αριστοφ.