βλακώδης: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[βλακώδης]], -ες)<br />αυτός που ταιριάζει σε βλάκα. | |mltxt=-ες (AM [[βλακώδης]], -ες)<br />αυτός που ταιριάζει σε βλάκα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βλᾱκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A lazy, X. Eq.9.1 (Comp.); βλακῶδες βαίνειν καὶ θρύπτεσθαι walk mincingly, of a coxcomb, Hld.4.7. Adv. -δῶς indolently, stolidly, Poll.3.123: Comp. -έστερον ibid.
German (Pape)
[Seite 447] ες, einem βλάξ ähnlich, träge, Xen. Equ. 9, 1, vom Pferde, βλακωδέστερος, dem θυμοειδέστερος entggstzt, u. Sp.; βλακῶδες βαίνειν neben θρύπτεσθαι Hel.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, νωθρός, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. -δέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mou, indolent, lâche.
Étymologie: βλάξ, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
I 1lerdode caballos θυμοειδέστερος ἵππος ... ἢ βλακωδέστερος X.Eq.9.1.
2 de pers. flojo, indolente Heph.Astr.2.15.5
•neutr. como adv. fatuamente βλακῶδες βαίνειν de un mequetrefe, Hld.4.7.2, cf. Poll.3.123
•memo glos. a βλεκέμυξος Hsch.
II adv. -ῶς flojamente Poll.3.123
•fatuamente Iust.Phil.Ep.Zen. et Ser.M.6.1193C.
Greek Monolingual
-ες (AM βλακώδης, -ες)
αυτός που ταιριάζει σε βλάκα.
Greek Monotonic
βλᾱκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν.