ἰδιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_1) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδιόομαι''': ([[ἴδιος]]) μέσ., [[κάμνω]] τι ἰδικόν μου, [[λαμβάνω]] δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467. | |lstext='''ἰδιόομαι''': ([[ἴδιος]]) μέσ., [[κάμνω]] τι ἰδικόν μου, [[λαμβάνω]] δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰδιόομαι:''' ([[ἴδιος]]), Μέσ., κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], (ἴδιος) Med.,
A make one's own, appropriate, Pl.R.547c, Lg.742b; of literary plagiarism, Phld.D.1.9. 2 make one's friend, τινα D.C.39.29. II Pass., to be specifically constituted, Dam.Pr.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόομαι: (ἴδιος) μέσ., κάμνω τι ἰδικόν μου, λαμβάνω δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) κάμνω τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.
Greek Monotonic
ἰδιόομαι: (ἴδιος), Μέσ., κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ.