λαομέδων: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(22)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[μέδων]], <i>ιππο</i>-[[μέδων]])].
|mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[μέδων]], <i>ιππο</i>-[[μέδων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱομέδων:''' -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαομέδων Medium diacritics: λαομέδων Low diacritics: λαομέδων Capitals: ΛΑΟΜΕΔΩΝ
Transliteration A: laomédōn Transliteration B: laomedōn Transliteration C: laomedon Beta Code: laome/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A ruler of the people, in Hom. as pr. n.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.

Greek Monolingual

λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο-μέδων, ιππο-μέδων)].

Greek Monotonic

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.