τυμβοχόος: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που με [[επισώρευση]] χώματος [[πάνω]] σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τυμβοχόοι</i><br />οι νεκροθάφτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[χόος]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που με [[επισώρευση]] χώματος [[πάνω]] σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τυμβοχόοι</i><br />οι νεκροθάφτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[χόος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυμβοχόος:''' -ον ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρίχνει [[χώμα]] πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (χέω)
A throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος.
Greek Monotonic
τυμβοχόος: -ον (χέω)·
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.