πλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πλάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πλάνος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πλάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πλάνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάνιος:''' -ον, ποιητ. αντί [[πλάνος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάνιος Medium diacritics: πλάνιος Low diacritics: πλάνιος Capitals: ΠΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: plánios Transliteration B: planios Transliteration C: planios Beta Code: pla/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for πλάνος, AP7.715 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 625] poet. statt πλάνος, πλανίων ἄβιος βίος, Leon. Tar. 100 (VII, 715).

Greek (Liddell-Scott)

πλάνιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πλάνος, Ἀνθ. Π. 7. 715.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) πλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλάνος.

Greek Monotonic

πλάνιος: -ον, ποιητ. αντί πλάνος, σε Ανθ.