ἀσυκοφάντητος: Difference between revisions
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυκοφάντητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συκοφαντηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να εξαιρεθεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυκοφάντητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συκοφαντηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να εξαιρεθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσῡκοφάντητος:''' -ον ([[συκοφαντέω]]), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; ἑορτή OGI383.157 (Commagene, i B. C.); πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10; free from misrepresentation, Onos.Praef.10. II unexceptionable, BGU1059.8 (Aug.), Luc.Hist.Conscr.59, Salt.81. III Adv. -τως without quibbling, Phld.Rh.1.8 S., Plu.2.529d.
German (Pape)
[Seite 379] nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet, Aeschin. 3, 216 Luc. Salt. 81 Plut. adv. vit. pud. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῡκοφάντητος: -ον, ὁ μὴ ἐνοχλούμενος ὑπὸ συκοφαντῶν, ὁ μὴ συκοφαντηθείς, διαβληθείς, Αἰσχίν. 84. 44, Πλούτ. 2. 756D, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 81. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 529D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.
Étymologie: ἀ, συκοφαντέω.
Spanish (DGE)
-ον
I libre de denuncias o críticas τόπος Aeschin.3.216
•de abstr. ἑορτή IGLS 1.157 (Comagene I a.C.), πίστις Onas.proem.10, de la pobreza ἀσυκοφάντητον κτῆμα Secund.Sent.17, cf. I.BI 1.522, Porph.Abst.4.7
•de pers. τούτου δὲ γενομένου ἔσομαι ἀ. SB 11968.20 (II a.C.), οὐδέν' ἀσυκοφάντητον οὐδ' ἀβασάνιστον ἀπολείψεις Plu.2.756d, ἀνήρ SB 9740.17 (II d.C.), PSI 921.30 (II d.C.), cf. BGU 1059.8 (I d.C.), Luc.Hist.Cons.59.
II adv. -ως
1 de manera simplista λαμβάνειν ἀ. Phld.Rh.1.17Aur.
2 sin ambigüedad Plu.2.529d
•sin intrigas o delaciones ἐπὶ τῶν ἀ. τὰ πράγματα ἐπιτελούντων Plu.Prou.80.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυκοφάντητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.
Greek Monotonic
ἀσῡκοφάντητος: -ον (συκοφαντέω), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.