βαδιστέον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(big3_8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰδιστέον) <b class="num">• Alolema(s):</b> plu. -τέα Ar.<i>Ach</i>.394, Philostr.<i>VA</i> 1.18<br />[[hay que caminar, que andar]] σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante</i> S.<i>El</i>.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides</i> Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.<i>Lys</i>.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.<i>Harm</i>.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ [[δαίμων]] με [[ἄγει]] Philostr.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general</i> Arist.<i>EN</i> 1180<sup>b</sup>21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.<i>Ep</i>.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν [[ἄνω]] πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior</i> Plot.1.3.2.
|dgtxt=(βᾰδιστέον) <b class="num">• Alolema(s):</b> plu. -τέα Ar.<i>Ach</i>.394, Philostr.<i>VA</i> 1.18<br />[[hay que caminar, que andar]] σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante</i> S.<i>El</i>.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides</i> Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.<i>Lys</i>.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.<i>Harm</i>.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ [[δαίμων]] με [[ἄγει]] Philostr.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general</i> Arist.<i>EN</i> 1180<sup>b</sup>21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.<i>Ep</i>.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν [[ἄνω]] πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior</i> Plot.1.3.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστέον Medium diacritics: βαδιστέον Low diacritics: βαδιστέον Capitals: ΒΑΔΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: badistéon Transliteration B: badisteon Transliteration C: vadisteon Beta Code: badiste/on

English (LSJ)

   A one must walk or go, σοὶ β. πάρος S.El. 1502, Str.17.1.54; one must proceed, ἐπὶ τὸ καθόλου Arist.EN1180b21: pl., βαδιστέα Ar.Ach.394.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ βαδίσῃ ἢ ὑπάγῃ ἢ περιπατήσῃ, σοὶ βαδ. πάρος Σοφ. Ἠλ. 1502, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 16· - οὕτω κατὰ πληθ., βαδιστέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 394.

Spanish (DGE)

(βᾰδιστέον) • Alolema(s): plu. -τέα Ar.Ach.394, Philostr.VA 1.18
hay que caminar, que andar σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante S.El.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.Lys.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.Harm.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ δαίμων με ἄγει Philostr.l.c.
fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general Arist.EN 1180b21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.Ep.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν ἄνω πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior Plot.1.3.2.

Greek Monotonic

βαδιστέον: ρημ. επίθ. του βαδίζω, πρέπει κανείς να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την ίδια σημασία και στον πληθ., βαδιστέα, σε Αριστοφ.