βαλανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλανηφόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που παράγει βαλανίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=[[βαλανηφόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που παράγει βαλανίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνηφόρος Medium diacritics: βαλανηφόρος Low diacritics: βαλανηφόρος Capitals: ΒΑΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: balanēphóros Transliteration B: balanēphoros Transliteration C: valaniforos Beta Code: balanhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.

German (Pape)

[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.

Greek Monolingual

βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.