γηπετής: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(8) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γηπετής]] <sub>(-</sub>ές (Α)<br />αυτός που έπεσε [[κάτω]] στο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]) | |mltxt=[[γηπετής]] <sub>(-</sub>ές (Α)<br />αυτός που έπεσε [[κάτω]] στο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
Greek Monolingual
γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)
Greek Monotonic
γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.