γδουπέω: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq. c.</i> [[δουπέω]]. | |btext=<i>épq. c.</i> [[δουπέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γδουπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ποιητ. [[τύπος]] αντί [[δουπέω]]· ἐπὶ δ' [[ἐγδούπησαν]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 476] p. = δοῦπος, δουπέω in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Iliad. 11, 45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δουπέω.
Greek Monotonic
γδουπέω: μέλ. -ήσω, ποιητ. τύπος αντί δουπέω· ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, σε Ομήρ. Ιλ.