διάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(9)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάκτωρ]], ο (Α)<br />ο [[διάκτορος]].
|mltxt=[[διάκτωρ]], ο (Α)<br />ο [[διάκτορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάκτωρ:''' -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκτωρ Medium diacritics: διάκτωρ Low diacritics: διάκτωρ Capitals: ΔΙΑΚΤΩΡ
Transliteration A: diáktōr Transliteration B: diaktōr Transliteration C: diaktor Beta Code: dia/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = διάκτορος, βούταν δ. AP10.101 (Bianor); διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάκτωρ: -ορος, ὁ, = τῷ διάκτορος, βούταν δ. Ἀνθ. Π. 10.101.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 guía, conductor (δάμαλις) βούταν μὲν τρομέουσα διάκτορα AP 10.101 (Bianor)
διάκτορσιν· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν Hsch.
2 mensajero epít. de Hermes, Sch.Pi.O.8.106b, de Hermes-Tot Suppl.Mag.42.23, cf. Hsch., Sud.

Greek Monolingual

διάκτωρ, ο (Α)
ο διάκτορος.

Greek Monotonic

διάκτωρ: -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.