διήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διήνεμος]], -ον (Α)<br />ο εκτεθειμένος στον άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>ά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνεμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]]].
|mltxt=[[διήνεμος]], -ον (Α)<br />ο εκτεθειμένος στον άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>ά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνεμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήνεμος Medium diacritics: διήνεμος Low diacritics: διήνεμος Capitals: ΔΙΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: diḗnemos Transliteration B: diēnemos Transliteration C: diinemos Beta Code: dih/nemos

English (LSJ)

ον,

   A blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.

Greek (Liddell-Scott)

διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé aux vents ; situé sur une hauteur.
Étymologie: διά, ἄνεμος.

Spanish (DGE)

-ον
expuesto a los vientos πάτρα S.Tr.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.Mir.1
fig. que se marcha con el viento ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς Anacreont.58.3.

Greek Monolingual

διήνεμος, -ον (Α)
ο εκτεθειμένος στον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ήνεμος < άνεμος].

Greek Monotonic

διήνεμος: -ον (ἄνεμος), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.