διέτμαγεν: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[διατμήγω]]. | |auten=see [[διατμήγω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διέτμᾰγεν:''' Επικ. αντί <i>διετμάγησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[διατμήγω]]· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
διέτμᾰγον,
A v. διατμήγω.
Greek (Liddell-Scott)
διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.
English (Autenrieth)
see διατμήγω.
Greek Monotonic
διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.