διαχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(9)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαχώννυμι]] και διαχῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]], [[επισωρεύω]] [[χώμα]]<br /><b>2.</b> [[οχυρώνω]] με [[χώμα]].
|mltxt=[[διαχώννυμι]] και διαχῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]], [[επισωρεύω]] [[χώμα]]<br /><b>2.</b> [[οχυρώνω]] με [[χώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαχώννῡμι:''' = [[διαχόω]], σε Στράβ.
}}
}}

Latest revision as of 22:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 614] = διαχόω, Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

διαχώννυμι: διαχόω, Στράβ. 245.

Greek Monolingual

διαχώννυμι και διαχῶ (-όω) (Α)
1. γεμίζω με χώμα, επισωρεύω χώμα
2. οχυρώνω με χώμα.

Greek Monotonic

διαχώννῡμι: = διαχόω, σε Στράβ.