δοξοσοφία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δοξοσοφία]])<br /><b>1.</b> το να νομίζει [[κανείς]] πως [[είναι]] [[σοφός]] [[χωρίς]] να [[είναι]], [[δοκησισοφία]]<br /><b>2.</b> [[ψευδοσοφία]].
|mltxt=η (AM [[δοξοσοφία]])<br /><b>1.</b> το να νομίζει [[κανείς]] πως [[είναι]] [[σοφός]] [[χωρίς]] να [[είναι]], [[δοκησισοφία]]<br /><b>2.</b> [[ψευδοσοφία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξοσοφία:''' ἡ, [[ψευδαίσθηση]] σοφίας, [[δοκησισοφία]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοσοφία Medium diacritics: δοξοσοφία Low diacritics: δοξοσοφία Capitals: ΔΟΞΟΣΟΦΙΑ
Transliteration A: doxosophía Transliteration B: doxosophia Transliteration C: doksosofia Beta Code: docosofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conceit of wisdom, Pl.Sph.231b, Phlb.49a, 49d, Plu.2.999f.

German (Pape)

[Seite 658] ἡ, Scheinweisheit; Plat. Phil. 49 a Soph. 231 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοσοφία: ἡ, οἴησις ἐπὶ σοφίᾳ, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Φιλήβ. 49Α, D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
opinion complaisante de sa propre sagesse.
Étymologie: δοξόσοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fatua creencia de que se es sabio δ. καὶ δοξοκαλία Pl.Phlb.49d, cf. Sph.231b, Plu.2.999e, Gal.5.223, Clem.Al.Strom.1.18.88, Synes.Ep.143, Dam.Fr.335.

Greek Monolingual

η (AM δοξοσοφία)
1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία
2. ψευδοσοφία.

Greek Monotonic

δοξοσοφία: ἡ, ψευδαίσθηση σοφίας, δοκησισοφία, σε Πλάτ.