δρακοντόμαλλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρακοντόμαλλος]], -ον (Α)<br />ο [[δρακοντόκομος]]. | |mltxt=[[δρακοντόμαλλος]], -ον (Α)<br />ο [[δρακοντόκομος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρᾰκοντόμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.
Greek Monolingual
δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.
Greek Monotonic
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.