δορκάδειος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορκάδειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε δορκάδα.
|mltxt=[[δορκάδειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε δορκάδα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορκάδειος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[δορκάς]]), αυτός που ανήκει σε [[αντιλόπη]], [[ζαρκάδι]].
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορκάδειος Medium diacritics: δορκάδειος Low diacritics: δορκάδειος Capitals: ΔΟΡΚΑΔΕΙΟΣ
Transliteration A: dorkádeios Transliteration B: dorkadeios Transliteration C: dorkadeios Beta Code: dorka/deios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (δορκάς)

   A of an antelope or gazelle, ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9, Plb.26.1.8:—also written δορκάδεοι, ἀστράγαλοι IG2.766.23, cf. PSI4.331.2, 444.2 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 658] vom Reh, δορκάς, z. B. ἀστράγαλοι, Pol. 26, 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δορκάδειος: [ᾰ], -α, -ον, (δορκὰς) ἀνήκων εἰς δορκάδα, Θεόφρ. Χαρ. 5 (21), Πολύβ. 26. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chevreuil.
Étymologie: δορκάς.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): -εος Ath.Askl.3.23 (IV a.C.), PCair.Zen.69.18, PSI 331, 444 (todos III a.C.)
1 de gacela o de corzo ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9, Ath.Askl.l.c., Plb.26.1.8, PCair.Zen.l.c., κρέας Sor.1.17.96, cf. Alex.Trall.2.455.26
subst. ὁ δ. astrágalo de gacela, PSI ll.cc.
2 apropiado para la gacela τὰ λίνα τὰ δορκάδεια redes de caza para gacelas, PCair.Zen.524.2 (III a.C.).

Greek Monolingual

δορκάδειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε δορκάδα.

Greek Monotonic

δορκάδειος: [ᾰ], -α, -ον (δορκάς), αυτός που ανήκει σε αντιλόπη, ζαρκάδι.