δυσφόρμιγξ: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσφόρμιγξ]] (-ιγγος), ο, η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσφόρμιγξ]] ἄτη» — [[συμφορά]] που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη [[μουσική]] της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[δυσφόρμιγξ]] (-ιγγος), ο, η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δυσφόρμιγξ]] ἄτη» — [[συμφορά]] που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη [[μουσική]] της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη [[λύρα]], δηλ. [[λυπητερός]], [[θρηνητικός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.
Spanish (DGE)
-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.
Greek Monolingual
δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).
Greek Monotonic
δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.