δυσέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου.
|mltxt=[[δυσέλεγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλεγκτον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσερεύνητου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσέλεγκτος:''' -ον ([[ἐλέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, [[δυσεξέλεγκτος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλεγκτος Medium diacritics: δυσέλεγκτος Low diacritics: δυσέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysélenktos Transliteration B: dyselenktos Transliteration C: dyselegktos Beta Code: duse/legktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
subst. τὸ δ. dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δ. dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.

Greek Monolingual

δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.

Greek Monotonic

δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.