δονακεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(9)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δονακεύομαι]] (Α)<br />[[πιάνω]] πουλιά με [[ξόβεργα]].
|mltxt=[[δονακεύομαι]] (Α)<br />[[πιάνω]] πουλιά με [[ξόβεργα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δονακεύομαι:''' αποθ., [[συλλαμβάνω]] πουλιά με καλάμια, [[πιάνω]] πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκεύομαι Medium diacritics: δονακεύομαι Low diacritics: δονακεύομαι Capitals: ΔΟΝΑΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: donakeúomai Transliteration B: donakeuomai Transliteration C: donakeyomai Beta Code: donakeu/omai

English (LSJ)

   A fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).

Greek (Liddell-Scott)

δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.

Greek Monotonic

δονακεύομαι: αποθ., συλλαμβάνω πουλιά με καλάμια, πιάνω πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.