δυστράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυστράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει άθλια [[τροφή]].
|mltxt=[[δυστράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει άθλια [[τροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυστράπεζος:''' -ον, αυτός που τρέφεται με μιαρή, φρικτή [[τροφή]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστράπεζος Medium diacritics: δυστράπεζος Low diacritics: δυστράπεζος Capitals: ΔΥΣΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: dystrápezos Transliteration B: dystrapezos Transliteration C: dystrapezos Beta Code: dustra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fed on horrid food, E.HF385 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 689] scheußliche Speisen genießend, Eur. Herc. Fur. 384.

Greek (Liddell-Scott)

δυστράπεζος: -ον, τρεφόμενος μιαρᾷ τροφῇ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un repas horrible.
Étymologie: δυσ-, τράπεζα.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
que se da un horrendo banquetede carne humana πῶλοι Διομήδεος E.HF 385.

Greek Monolingual

δυστράπεζος, -ον (Α)
αυτός που τρώει άθλια τροφή.

Greek Monotonic

δυστράπεζος: -ον, αυτός που τρέφεται με μιαρή, φρικτή τροφή, σε Ευρ.