ἑλέειν: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[αἱρέω]].
|auten=see [[αἱρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλέειν:''' Επικ. αντί [[ἑλεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[αἱρέω]].
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἑλέειν: Ἐπ. ἀναλελυμένος τύπος τοῦ ἐλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ αἱρέω, Ἰλ. Ο. 558, Χ. 142, Ὀδ. Λ. 205, κτλ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἑλεῖν.

English (Autenrieth)

see αἱρέω.

Greek Monotonic

ἑλέειν: Επικ. αντί ἑλεῖν, απαρ. αορ. βʹ του αἱρέω.