ἐκρέμω: Difference between revisions

From LSJ
(big3_14b)
(4)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[κρέμαμαι]].
|dgtxt=v. [[κρέμαμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκρέμω:''' αντί <i>ἐκρέμᾰσο</i>, βʹ ενικ. του [[κρέμαμαι]].
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρέμω: ἴδε τὸ ῥῆμα κρέμαμαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impf. de κρέμαμαι.

English (Autenrieth)

see κρέμαμαι.

Spanish (DGE)

v. κρέμαμαι.

Greek Monotonic

ἐκρέμω: αντί ἐκρέμᾰσο, βʹ ενικ. του κρέμαμαι.